- συγκροτώ
- συγκροτῶ, -έω, ΝΜΑ [κροτῶ]1. συνθέτω, συνιστώ ένα σύνολο με τη συνένωση πολλών πραγμάτων ή στοιχείων αρμονικά διατεταγμένων2. φρ. «συγκροτώ μάχη» — συνάπτω μάχη, μάχομαινεοελλ.1. (για πλήθος προσώπων) πράττω κάτι από κοινού2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συγκροτημένος, -η, -ο(για πρόσ.) αυτός που έχει στέρεη ηθική και πνευματική υπόσταση3. φρ. α) «συγκροτώ συνεδρίαση» — συνεδριάζωβ) «συγκροτώ συλλαλητήριο [διαδήλωση]» — διοργανώνω συλλαλητήριο ή διαδήλωσηγ) «συγκροτούμαι σε σώμα»(για αιρετό όργανο) συνέρχομαι σε πρώτη συνεδρίαση και αναδεικνύω βάσει τών νόμιμων διατάξεων και τού κανονισμού ή τού καταστατικού τη διοίκηση και κατανέμω τις αρμοδιότητες μεταξύ τών μελών της («η βουλή συγκροτήθηκε σε σώμα»)μσν.-αρχ.επικροτώ κάτι, τό επιδοκιμάζωαρχ.1. κρούω μαζί, χτυπώ δύο πράγματα το ένα με το άλλο («συνεκρότησε τὼ χεῑρε καὶ τῷ γέλωτι εὐφραίνετο», Ξεν.)2. συμμετέχω σε χειροκροτήματα επιδοκιμασίας3. σφυρηλατώ4. κατασκευάζω, φτειάχνω5. γυμνάζω, καταρτίζω («συγκροτεῑν καὶ διδάσκειν ᾤετο δεῑν τὸν χορόν», Δημοσθ.)6. (ιδίως σχετικά με στράτευμα) συγκεντρώνω7. (σχετικά με πόλεμο ή έριδα) διεγείρω, ξεσηκώνω8. (σχετικά με γνώμη) διατυπώνω ή επιβεβαιώνω9. διδάσκω10. βοηθώ, επικουρώ11. συνθέτω12. (αμτβ.) γίνομαι δυνατός, ενισχύομαι, δυναμώνω13. μτφ. κρατώ υπό έλεγχο14. παθ. συγκροτοῡμαι, -έομαιπροετοιμάζομαι («συγκεκροτημένος τὰ τοῡ πολέμου», Δημοσθ.)15. φρ. α) «συγκροτῶ ὀνόματα»μτφ. σχηματίζω λέξεις με τη διαδικασία τής σύνθεσης (Πλάτ.)β) «λέξις συγκεκροτημένη»(για το ύφος) επιτηδευμένο και νευρώδες λεκτικό ύφος (Δίον. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.